παχυχειλής

παχυχειλής
πᾰχυ-χειλής, ές,
A thick-lipped, of shell-fish, Arist. HA528a29 :—also [suff] πᾰχύ-χειλος, ον, Ruf.Fr.70 ;

τὰ π. τῶν ἑλκῶν Gal.13.491

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παχυχειλής — ές Α ο παχύχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισο χειλής] …   Dictionary of Greek

  • παχυχειλῆ — παχυχειλής thick lipped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παχυχειλής thick lipped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παχυχειλής thick lipped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”